πολυτελείαν

πολυτελείαν
πολυτελείᾱν , πολυτέλεια
great expense
fem acc sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πολυτέλειαν — πολυτέλεια great expense fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρρυπαίνω — ἐπιρρυπαίνω (Α) [ρυπαίνω] 1. λερώνω, ρυπαίνω («ὥσπερ ἰοῡ ἐπιρρυπαίνοντος τὴν πολυτέλειαν», Πλούτ.) 2. παθ. ἐπιρρυπαίνομαι (για τραύματα) γίνομαι συνεχώς ρυπαρός, ακάθαρτος …   Dictionary of Greek

  • πολυτέλεια — η, ΝΑ [πολυτελής] 1. το να ζει κανείς ξοδεύοντας πολλά χρήματα, πολυδάπανα («τὴν εὐδαιμονίαν οἰομένῳ τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν εἶναι», Ξεν.) 2. ο πλούτος τής εμφάνισης, η μεγαλοπρέπεια, το λούσο νεοελλ. 1. (οικον.) η χρήση αντικειμένων και η δαπάνη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”